- πτυάς
- πτῠάς, άδος, ἡ, ([etym.] πτύω)A spitter, a kind of asp, Hierocl.p.11 A., Gal. 14.235, Philum.Ven.16, interpol. in Porph.Abst.3.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτυάς — spitter fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυάς — άδος, ἡ, Α δηλητηριώδες φίδι που σηκώνει τον λαιμό του για να φτύσει το δηλητήριο εναντίον τού στόχου του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτύω + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. ισχ άς, μαιν άς)] … Dictionary of Greek
πτυάδες — πτυάς spitter fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυάδος — πτυάς spitter fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… … Dictionary of Greek